Ημ/νία: 24/01/2019

Μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη της ΕΕ για την αγροτική παραγωγή τη χρονική περίοδο 2018 - 2030

Μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη της ΕΕ για την αγροτική παραγωγή τη χρονική περίοδο 2018 - 2030

Συνοπτικά αναμένονται οι παρακάτω τάσεις για την χρονική περίοδο 2018 έως 2030:
 
Γενικές τάσεις: H γεωργία θα εξακολουθήσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία της ΕΕ το 2030, με μικρή μόνο μείωση της χρήσης γης και κάποια πρόσθετη εκροή εργατικού δυναμικού. Οι καταναλωτές στην ΕΕ και στο εξωτερικό θα γίνουν πιο απαιτητικοί απέναντι στα τρόφιμα που καταναλώνουν, δίδοντας ώθηση στην προστιθέμενη αξία (όπως τοπικά, βιολογικά ή άλλα πιστοποιημένα προϊόντα) αφενός, και μετατοπίσεις μεταξύ κατηγοριών τροφίμων αφετέρου. Οι τάσεις για μειωμένη κατανάλωση κρέατος, ψωμιού και ζάχαρης που αντισταθμίζονται από την αυξημένη κατανάλωση φυτικών πρωτεϊνών αποτελούν παραδείγματα αυτής της μετατόπισης της κατανάλωσης.
 
Η πίεση από την αλλαγή του κλίματος και τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις θα αντισταθμιστεί μόνο εν μέρει από την πρόοδο της διαχείρισης και της τεχνολογίας, όπως η στοχευμένη γεωργία, με αποτέλεσμα την αύξηση των αποδόσεων, που προβλέπεται να γίνει με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με το παρελθόν. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της ΕΕ θα καταναλωθεί στην εγχώρια αγορά.
 
Η ΕΕ θα κερδίσει μερίδια αγοράς σε ορισμένες εξαγωγικές αγορές (π.χ. για τα γαλακτοκομικά προϊόντα) αντιμετωπίζοντας επιπλέον πιέσεις στην πλευρά των εισαγωγών για συγκεκριμένα προϊόντα (π.χ. βοδινό κρέας).
 
Βιοκαύσιμα: Η αγορά βιοκαυσίμων εξακολουθεί να επηρεάζεται από τις αλλαγές πολιτικής της ΕΕ. Παρόλο αυτά, σήμερα, η βιομηχανία βιοκαυσίμων έχει ένα σαφέστερο πλαίσιο για την προσαρμογή της παραγωγής βιοκαυσίμων της ΕΕ και την επένδυση στην απαραίτητη παραγωγική ικανότητα. Λόγω των εκκρεμών αστάθμητων παραγόντων, τα επίπεδα παραγωγής βιοκαυσίμων αναμένεται να παραμείνουν σταθερά συνολικά μέχρι το 2030. Μπορεί να πραγματοποιηθούν αλλαγές στις πρώτες ύλες παραγωγής, ιδίως για την παραγωγή βιοντίζελ. Τα προηγμένα βιοκαύσιμα αναμένεται επίσης να αυξηθούν. Με την προοπτική μείωσης της χρήσης καυσίμων, το ποσοστό ανάμειξης τους με βιοκαύσιμα μπορεί να αυξηθεί σημαντικά. 

Δημητριακοί καρποί: Η παραγωγή σιτηρών στην ΕΕ αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2030. Η αύξηση αυτή οφείλεται στη μικρή αύξηση της ζήτησης ζωοτροφών (ιδίως στον αραβόσιτο), στις συγκρατημένες εξαγωγικές προοπτικές και στην αυξανόμενη σημασία των βιομηχανικών χρήσεων τους. Οι τιμές αναμένεται να παραμείνουν αρκετά σταθερές κοντά στα 170 ευρώ / τόνο στο τέλος της περιόδου υπό εξέταση. 

Ελαιούχοι σπόροι: Δεν αναμένεται περαιτέρω ανάπτυξη των καλλιεργειών ελαιοκράμβης. Ο εγχώριος τομέας σπόρων σόγιας πρόκειται να συνεχίσει να αναπτύσσεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα τελευταία χρόνια. 

Σόγια, πρωτεϊνούχοι σπόροι: Εκτιμάται περαιτέρω αύξηση της παραγωγής σπόρων σόγιας και πρωτεϊνούχων καλλιεργειών. Αυτό, μαζί με ορισμένες βελτιώσεις της απόδοσης, θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της παραγωγής της ΕΕ. Ωστόσο, με ποσοστό μόνο 1,4% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης της ΕΕ, o τομέας των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών θα παραμείνει περιορισμένoς. 

Ζωοτροφές: Η ζήτηση για ζωοτροφές (κυρίως με μέση και υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες) θα αυξηθεί κατά την χρονική περίοδο πρόβλεψη. Η αυξημένη ζήτηση ζωοτροφών από τοπικά παραγόμενες, χωρίς ΓΤΟ και βιολογικές καλλιέργειες θα τονώσει θετικά την εγχώρια παραγωγή ζωοτροφών. 

Κρέας: Μέχρι το 2030 η παραγωγή κρέατος στην ΕΕ αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη. Η κατανάλωση κρέατος στην ΕΕ μειώνεται, ενώ το 90% της κοινοτικής παραγωγής κρέατος θα καταναλωθεί στην εγχώρια αγορά. 

Ειδικότερα ανά είδος ζώου προβλέπονται:

Βόειο κρέας: Η παραγωγή βόειου κρέατος στην ΕΕ έχει ανακάμψει από το 2015, μετά από τρία χρόνια μειωμένης προσφοράς και μετά την αναδιάρθρωση του ζωικού κεφαλαίου αγελάδων γαλακτοπαραγωγής. Ωστόσο, η παραγωγή αναμένεται να μειωθεί και πάλι, επηρεασμένη από την  συρρίκνωση των κοπαδιών αγελάδων, τη χαμηλή κερδοφορία, τη μείωση της ζήτησης βοδινού κρέατος και τον έντονο εξαγωγικό ανταγωνισμό. Οι τιμές αναμένεται να πέσουν στο πρώτο μέρος της περιόδου πρόβλεψης (2018-2030) πριν σταθεροποιηθούν προς το 2030. 

Αιγοπρόβειο κρέας: Μετά από αρκετά χρόνια σταθεροποίησης, η παραγωγή κρέατος αιγοπροβάτων στην ΕΕ αναμένεται να ανακάμψει ελαφρώς. Αυτό οφείλεται στη βελτίωση των αποδόσεων των παραγωγών, στη διατήρηση της συνδεδεμένης ενίσχυσης (επιδότηση) και στη διαρκή εγχώρια ζήτηση. 

Χοίρειο κρέας: Καθώς η κατανάλωση χοιρινού κρέατος στην ΕΕ μειώνεται κατά την περίοδο πρόβλεψης, αναμένεται να μεταφερθούν πρόσθετες ποσότητες στις παγκόσμιες αγορές, κυρίως στην Κίνα, παρά τον έντονο ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία.   

Κρέας κρεοπαραγωγών ορνιθίων: Το κρέας πουλερικών είναι το μόνο κρέας για το οποίο τόσο η παραγωγή όσο και η κατανάλωση στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά κατά την περίοδο πρόβλεψης (και οι δύο περίπου κατά 4% μεταξύ 2018 και 2030). Υποστηριζόμενη από τη συνεχιζόμενη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, η ΕΕ θα αυξήσει τις εξαγωγές της χάρη στην αξιοποίηση διαφόρων τεμαχίων κρέατος και υποπροϊόντων σφαγίων πουλερικών σε ένα ευρύ φάσμα προορισμών. 

Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα: Η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για εισαγωγές λόγω της αύξησης του πληθυσμού (κυρίως στην Αφρική) και η αύξηση του εισοδήματος θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων κατά την περίοδο των προβλέψεων. Θα δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα προϊόντα προστιθέμενης αξίας για τα οποία η ΕΕ έχει σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. 

Επιπλέον, οι προτιμήσεις των καταναλωτών για διαφοροποιημένα προϊόντα (π.χ. βιολογικά, απαλλαγμένα από ΓΤΟ, βοσκότοπους, τοπικά κ.λπ.) θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων σε σχέση με τα συμβατικά συστήματα παραγωγής.
 
Οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις θα διαδραματίσουν επίσης έναν αυξανόμενο ρόλο στη διαμόρφωση των συστημάτων παραγωγής.

Η ΕΕ θα μπορούσε να προσφέρει σχεδόν το 35% της παγκόσμιας αύξησης της ζήτησης κατά την περίοδο των προβλέψεων. Οι εξαγωγές τυριών, βουτύρου, αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη, πλήρους γάλακτος σε σκόνη και σκόνης ορού γάλακτος στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθούν κατά μέσο όρο κατά περίπου 330.000 τόνους ισοδύναμου γάλακτος ετησίως (κυρίως σε τυρί, ορό γάλακτος και αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη).

Παράλληλα, θα χρειαστούν περίπου 900.000 τόνοι συμπληρωματικού γάλακτος ετησίως για την ικανοποίηση της αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης στην ΕΕ για τα «παραδοσιακά» γαλακτοκομικά προϊόντα (κυρίως τα τυριά). Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω εξαγωγή άλλων προϊόντων (όπως επιδόρπια γαλακτοκομικών προϊόντων, σκόνες με λιπαρές ουσίες, γάλα για βρέφη, πρωτεΐνες και συμπυκνώματα ορού γάλακτος).
 
Αντιθέτως, η κατανάλωση υγρού γάλακτος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στην ΕΕ.
Η άνοδος της παγκόσμιας και της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να μεταφραστεί σε μάλλον μέτρια αύξηση της γαλακτοκομικής παραγωγής της ΕΕ, κατά μέσο όρο 0,8% ετησίως, φθάνοντας τα 182 εκατομμύρια τόνους μέχρι το 2030. Η μέση γαλακτοπαραγωγική απόδοση της ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά την περίοδο των προβλέψεων σε 8240 κιλά/αγελάδα, 17% πάνω από το επίπεδο του 2017. Ωστόσο, αυτό θα είναι με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, δεδομένου του περιορισμού του περιβάλλοντος και της εκτατικοποίησης της παραγωγής ως απάντηση στις προσδοκίες των καταναλωτών.
 
 
Σημείωση: Στις παραπάνω προβλέψεις έχουν συνυπολογιστεί το εμπάργκο στη Ρωσία για όλο το 2019, οι ανανεωμένες συμφωνίες εμπορίου με την Ουκρανία, τον Καναδά και τις νότιες αφρικανικές χώρες. Επιπλέον, οι προβλέψεις γίνονται στην ΕΕ των 28 μελών δηλαδή συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου (Σημ.: η πρόταση απόσυρσης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ που βρίσκεται επί του παρόντος στο τραπέζι υποδηλώνει τη συνέχιση της στενής σχέσης μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της υπόλοιπης ΕΕ). Δεν έχουν συμπεριληφθεί οι συμφωνίες με την Ιαπωνία και το Βιετνάμ που δεν έχουν ακόμα υπογραφεί και επικυρωθεί. 
 
Επιπλέον, οι προβλέψεις βασίζονται σε παραδοχές για το μέλλον της οικονομίας, της αγοράς και την πολιτική όσο αφορά το φυσικό περιβάλλον. Οι μακροοικονομικές παραδοχές περιλαμβάνουν μια ετήσια μέση τιμή αργού πετρελαίου (Brent) μεταξύ 80-85 USD ανά βαρέλι για την περίοδο 2022-2027, η οποία φθάνει στα 92 δολάρια το βαρέλι το 2030. Το ευρώ είναι πιθανό να παραμείνει ανταγωνιστικό βραχυπρόθεσμα. Μεσοπρόθεσμα, υποθέτουμε ότι η συναλλαγματική ισοτιμία θα φθάσει το 1,20 USD / ευρώ μέχρι το 2030. Η οικονομική ανάπτυξη στην ΕΕ αναμένεται βραχυπρόθεσμα σε περίπου 1,7%. Μεσοπρόθεσμα (δηλαδή 2020-2030), ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ΕΕ εκτιμάται περίπου 1,5%.
 
Επίσης, θεωρείται ότι οι αποδόσεις είναι σταθερές, οι καιρικές συνθήκες σταθερές και δεν υπάρχουν διαταραχές της αγοράς όπως π.χ.: ασθένειες, θέματα ασφαλείας τροφίμων κ.τ.λ. Ωστόσο έχουν συμπεριληφθεί και ποσοτικοποιηθεί ορισμένοι κίνδυνοι, όπως το μακροοικονομικό περιβάλλον, οι διακυμάνσεις απόδοσης των κύριων καλλιεργειών και ορισμένα επιλεγμένα σενάρια. Τα σενάρια που καλύπτει η παρούσα έκθεση περιλαμβάνουν
τις πιθανές επιπτώσεις των κινέζικων αντιποίνων επί των Η.Π.Α. στις εισαγωγές σπόρων σόγιας και χοίρειου κρέατος στην Κίνα
οι οδηγοί ανάπτυξης καλλιέργειών πλούσιες σε πρωτεΐνες στην ΕΕ
οι οικονομικές, οι περιβαλλοντικές και οι κοινωνικές επιπτώσεις της μείωσης των οικιακών απορριμμάτων στην ΕΕ
Share this:
Πηγή: